ονυμάζω

ονυμάζω
ὀνυμάζω (Α)
(αιολ. και δωρ. τ.) βλ. ονομάζω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κατονόμαξις — κατονόμαξις, άξεως, ἡ (Α) (δωρ. τ. τού κατονομασία) η κατονομασία, το να δηλωθεί το όνομα κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ ονομάζω, πρβλ. αόρ. ονυμάξαι τού δωρ. τ. ονυμάζω] …   Dictionary of Greek

  • ονομάζω — (Α ὀνομάζω, αιολ. και δωρ. τ. ὀνυμάζω, ιων. τ. οὐνομάζω) [όνομα] 1. φωνάζω, καλώ κάποιον με το όνομά του 2. δίνω όνομα σε κάποιον ή σε κάτι, ονοματίζω 3. αναφέρω ονομαστικά, κατονομάζω 4. χαρακτηρίζω κάποιον (α. «τόν ονόμασε κλέφτη» β. «Θαλῆς εἷς …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”